Παιδικές αναμνήσεις 1940 -1945 στη Βόνιτσα του Γιώργου Μπελεσιώτη : Η σκαμνιά του Καλύβα

Με το Νάσο ήμαστε κολλητά φιλαράκια, γιατί ταιριάζαμε. 
Εγώ έμενα τότε στο σπίτι του Μπόκου και επικοινωνούσαμε μέσ απ τα περιβόλια, που αν δεν ήταν άφραγα, ήταν γεμάτα ποριές.

Στο περιβόλι του Νάσου και πάνω στην τεράστια κουρουμπλιά του είχαμε στίσει με κόπο και μεράκι τη φραντζάτα μας, που ήταν ένα μικρό σπιτάκι πάνω στο δέντρο. 

Εκεί περνούσαμε τις περισσότερες ώρες της μέρας -σαν τους πιθήκους- αν δεν είχαμε όρεξη να κάνουμε διαολιές. 
Απολαμβάναμε την ησυχία της φύσης και τραγουδάγαμε αντάρτικα τραγούδια που μαθαίναμε. 
Με το φιλαράκι μου το Νάσο είμαστε ειδικοί στα σκάμνα. 
Γνωρίζαμε όλες τις μουριές της Βόνιτσας απ έξω κι ανακατωτά. 
Τρεις απ αυτές ξεχώριζαν για το μέγεθος και τη νοστιμιά τους. 
Η μια ήταν στην αυλή του Τσαβαλά, η δεύτερη στην αυλή του Μάσου και η τρίτη και καλλίτερη η σκαμνιά του Καλίβα, 
που ήταν κολλητά στην πέτρινη μάντρα του Άι-Δημήτρη.
Συνήθως ξημεροβραδιάζαμε στις μουριές, αν δεν ήμασταν στη θάλασσα. Τη σκαμιά όμως του Καλύβα την επισκεπτόμασταν πιο συχνά, μιας και ήταν στη γειτονιά μας.
Στον Άι-Δημήτρη και μέσα στη Θάλασσα, υπήρχε ένας βράχος.
Το βράχο αυτό τον λέγαμε κουντρί και με γεμάτες τις τσέπες μας κούμπλα, κλείναμε τα ραντεβού μας στο Κουντρί.
Ήταν περασμένο το γιόμα όταν έκανα νόημα στο Νάσο, που ήταν ένα χρόνο μικρότερός μου, να φεύγουμε.
Περάσαμε μπροστά απ το καμπαναριό του Άι-Δημήτρη και κει που τέλειωνε η μάντρα του, να σου μπροστά μας η σκαμνιά του Καλίβα. 
Ξελιγωμένοι καθώς ήμασταν απ το παιχνίδι και τη θάλασσα, την είδαμε μπροστά μας σανίδα σωτηρίας. 
Χωρίς δεύτερη κουβέντα σκαρφαλώσαμε κατάκορφα στα πιο ψηλά κλωνάρια της.
Με τη συζήτηση που κάναμε για τις μπούνες και τη νοστιμιά τους, μας άκουσαν και ξεφύτρωσαν και μερικά κορίτσια της γειτονιάς, δεκαοχτάχρονες κοπέλες τότε. 
Φέρανε κι ένα σεντόνι -που άπλωσαν από κάτω- και μας θερμοπαρακαλούσαν.
-Ρίξτε μας και μας μωρές παιδιά, να φάμε και μεις κάνα σκάμνο.
Αν τινάζαμε τη μουριά, εμείς τι θα τρώγαμε;
Απογοητευμένα τα κορίτσια πιάσανε τον ίσκιο του σπιτιού του Καλίβα -που ήταν λίγα μέτρα απ τη σκαμιά- και αερολογώντας μεταξύ τους, περιμένανε μήπως και αλλάξουμε γνώμη. 
Εμείς απ την πείνα που είχαμε, τρώγαμε συνήθως τα σκάμνα με τη χούφτα. Μαζεύαμε πέντε έξη μαζί και τα χώναμε στο στόμα, χωρίς να κοιτάμε αν έχουν κοτσάνια, μυρμηγκιά, μυγοχέσματα ή κουτσουλιές πουλιών. 
Έπρεπε με ένα ή ενάμιση κιλό απ αυτά, να γεμίσει στα γρήγορα το στομάχι μας.
Ξαφνικά, μ έκοψε ένας πόνος στη κοιλιά κι έστριψε το άντερο μου. 
Δεν προλάβαινα να κάνω βήμα.
Κατέβασα το μαύρο κοντοβράκι μου και κροτάλισαν τα φύλλα της μουριάς.
-Που - που - που σκάμνα φώναξαν τα κορίτσια κι ακαριαία άπλωσαν από κάτω μας το σεντόνι. 
Όταν κατάλαβαν τι συμβαίνει, βάλανε το που - πούι. -Άι μωρέ ξεπατωμένο και σε τσακώσω, φώναξε η Ευδοκία του Καλίβαμαύρο θα σε κάνω. 
Ευτυχώς που φύγανε νωρίς, να πάνε να κάνουνε το μπάνιο τους άλλες στη θάλασσα με τα κομπινεζόν κι άλλες στη σκάφη του σπιτιού τους.
Τότε οι κυρίες παίρνανε το μπάνιο τους μέσα σε ξύλινες σκαφίδες, στο διπλανό καλύβι που ήταν κι ο βοηθητικός χώρος του σπιτιού. 
Εδώ υπήρχαν και όλα τα απαραίτητα. 
Την πρώτη θέση είχε βέβαια ο αργαλειός, που δε σταμάταγε ολημερίς τα κοπανήματά του.
Εδώ ήταν και η πινακωτή με την πλαστήρα, τα πλαστάρια, τα καζάνια, το κακάβι, εδώ και το καφοσούφλι που σιγοψήνανε σ αυτό ρεβίθι και κριθάρι αντί για καφέ. 
Εδώ ήταν ακόμη η ξύστρα του μαλλιού, τ αδράχτια, τα κοφίνια, το τυλιγάδι, οι σίτες, τα σντάβλια και τα φτυάρια του φούρνου. 
Η σκάφη του πλυσίματος με την τρίφτρα ήταν στην πρώτη σειρά, μαζί με το βαφοκόφινο και την πυροστιά. 
Εδώ ήταν κι ο αρίλογος που τρίβανε τον τραχανά, εδώ και το σκαφίδι που ζύμωναν το βδομαδιάτικο ψωμί τους οι νοικοκυρές. 
Το σκαφίδι αυτό ήταν σκαλιστό κι από κορμό δέντρου. 
Όλα τα σύνεργα ήταν χειροποίητα και ευκολόχρηστα.
Τα περισσότερα τρόφιμα για την διατροφή της οικογένειας, τα ετοίμαζε βέβαια από μόνη της η νοικοκυρά. 
Αυτά ήταν πέρα απ τη μπομπότα ο τραχανάς, τα λαζάνια, τα μπιρμπιλόνια, τα φακιόλια, οι χυλοπίτες, ο φιδές, το πλιγούρι, η κουρκούτη, η μπαζίνα, η μπλατσάρα με τα λάπατα και το καλαμποκάλευρο και οι τσιγαρίδες.
Οι τσιγαρίδες ήταν κομμάτια τσιγαρισμένου χοιρινού κρέατος με το ξίγκι τους μαζί, που τα διατηρούσαν μέσα σε πήλινα πιθάρια όλο το χρόνο, γιατί χοιρινά σφάζανε μόνο τα Χριστούγεννα.
Με το λίπος και τις τσιγαρίδες ζεμάταγαν οι νοικοκυρές τα ζυμαρικά ή τη μπαζίνα που τρώγαμε το πρωί, όταν έκανε πολύ κρύο.
Τα αυγά τηγανισμένα με μια κουταλιά τσιγαρίδες, ήτανε μούρλια. 
Έκαναν και πάστα οι νοικοκυρές από τις ντομάτες του κήπου. Τις βράζανε μέσα στο πήλινο τσουκάλι, τις στύβανε με τις χούφτες και ξαναβράζανε το ζουμί, για να φύγουν τα πολλά υγρά. Μετά τις βάζανε μέσα σε πήλινες πιατέλες και τις λιάζανε στον ήλιο, για να σφίξει ο πελτές και να ξινίσει. 
Όταν βρίσκαμε μπροστά μας πιατέλα με πάστα να λιάζεται στον ήλιο, βουτάγαμε το δάχτυλο μέσα της και φεύγαμε τρέχοντας για τη βρύση.
Πάστα αλείβαμε και στο ψωμί, αν βέβαια είχαμε. 
Το ψωμί το τρώγαμε με ελιές, με κρεμμύδι ή του ρίχναμε παραπανίσιο αλάτι, για να νοστιμίσει. 
Αυτό ήταν και το πιο συνηθισμένο κολατσιό και γι αυτό λέγαμε στο συμβιβασμό, πως ότι κι αν είπαμε ψωμί κι αλάτι. 
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στο καλύβι, για να απολαύσουμε τις κυρίες καθιστές ή όρθιες μέσα στη σκάφη, να παίρνουνε το μπάνιο τους. 
Πάνω στην πυροστιά -για να μην σκύβουνε πολύ- βάζανε το καζάνι με το ζεστό νερό και με το τσανάκι στο ένα χέρι και το αυτοσχέδιο Λευκαδίτικο σαπούνι -από μούργα και ποτάσα- στο άλλο, ήταν χάρμα οφθαλμών. Σωστές Αφροδίτης.
Για μαλακτικό των μαλλιών χρησιμοποιούσαν την αλισίβα, που έ-δινε στιλπνότητα στα μαλλιά. 
Το χειμώνα στα σύνεργα πρόσθεταν και φωτιά κάτω από την πυροστιά, για να κόβει και λίγο το κρύο, που έμπαζε από παντού.
Η δεύτερη χρήση της σκάφης, ήταν για το πλύσιμο των ρούχων. 
Η τελετή της μπουγάδας άρχιζε απ τα χάραμα, με την παρασκευή της αλισίβας.
Πάνω στη σκαφή βάζανε ένα μεγάλο κοφίνι που πάταγε στις δυο πλευρές της και μέσα στο κοφίνι στρώνανε με τάξη και με τη σειρά, το ένα πάνω στο άλλο, όλα τα ασπρόρουχα. 
Πάνω απ τα ασπρόρουχα άπλωναν το σταχτόπανο που ήτανε υφάδι του αργαλειού από λινάρι- και του ρίχνανε κοσκινισμένη στάχτη και φύλλα δάφνης, για να έχουν τα ρούχα τη μοσκοβολιά της. 
Μετά ρίχνανε ζεματιστό νερό με την πήλινη κανάτα, που 
διαπερνούσε τα ασπρόρουχα και κατέληγε στη σκάφη.
Το καυστικό αυτό απόσταγμα ήταν η αλισίβα, που τη φύλαγαν οι μανάδες μας για αργότερα και την χρησιμοποιούσαν στο πλύσιμο των σκούρων ρούχων.
Η στάχτη, είναι το καλλίτερο καθαριστικό. 
Απομακρύνει λαδιές και μυρωδιές. Διώχνει το σκόρο, εξαφανίζει τα μυρμήγκια, τις κατσαρίδες, τα σαλιγκάρια και τα ποντίκια. 
Τα τζάμια με λίγη στάχτη, λαμποκοπούν. 
Το χώμα γίνετε πιο εύφορο και η στάχτη προστατεύει τα φυτά απ το κρύο και την παγωνιά.
Τρίτη χρήση της σκάφης, ήταν το παιχνίδι μας.
Εδώ να ξεκαθαρίσω, πως υπήρχαν δύο είδη σκάφης σε κάθε σπίτι. Το σκαφίδι του ζυμώματος που ήταν από σκαλιστό κορμό δέντρου και το πουλούσαν οι Βλάχοι και η σκαφίδα του πλυσίματος, που την έφτιαχνε ο μαραγκός της γειτονιάς μας. 
Το πρώτο ήταν μικρό, βαρύ και ακατάλληλο για μας, ενώ η σκάφη του πλυσίματος ήταν ευρύχωρη κι ανάλαφρη. 
Αν δεν σηκωνόταν μπονώρα η νοικοκυρά να βάλει μπροστά το πλύσιμο, τη σκάγαμε στον ώμο κι η σκάφη διάβαινε στη θάλασσα.
Γονατιστοί στη σκάφη και με κουπιά τα χέρια μας, ξανοιγόμασταν στ ανοιχτά, για αγώνες και ναυμαχίες.
Συνήθως είμαστε είκοσι και βάλε σκάφες, κάθε μέρα στο νερό. 
Αν έπιανε καμιά φρεσκαδούρα, καταλήγαμε στην Κουκουμίτσα ή στα Χοντρά Χαλίκια. 
Υπήρχαν βέβαια ναυάγια και ναυαγοσώστες, γιατί καμιά φορά έφευγε κανένας πάτος ή καμιά πλευρά απ τη σκαφίδα κι αυτοί μένανε πίσω μας ναυαγοί.
Συνήθως μανάδες ξεχασμένες με το κουτσομπολιό, όταν αποζητούσαν τη σκάφη ήταν αργά. Ερχόνταν τότε στην παραλία εκεί στον Άι-Δημήτρη και σκούζανε.
- Άι μωρέ κουτσουκέφαλο και γυρίσεις του βράδ στου σπίτ.
Ήταν ντάλα μεσημέρι και μεις κατάκορφα στη πανύψηλη σκαμνιά του Καλίβα, τρώγαμε αφοσιωμένοι τα τελευταία σκάμνα που είχαν απομείνει εκείνη τη χρονιά, όταν είδαμε από κάτω μας κόσμο. 
Αρκετοί ήταν Γερμανοί και μερικοί πολίτες που σκάβανε. 
Μαζί τους ήτανε κι ένας παπάς, που είχε σταυρωμένες τις χούφτες των χεριών του. 
Κοιταχτήκαμε με το Νάσο και λουφάξαμε στα πιο πυκνά φυλλώματα της μουριάς, πιστεύοντας πως θα έθαβαν κάνα πεθαμένο Γερμανό.
Ένας Γερμανός πλησίασε αγριεμένος τον παπά. 
Τον κλώτσησε και τον ανάγκασε να πάρει κι αυτός το φτυάρι. 
Μετά τους βγάλανε απ το λάκκο που σκάβανε -εκεί μπροστά μας- 
και τους στήσανε στη σειρά. 
Τρεις Γερμανοί με αυτόματα Stenn, γονάτισαν στα 4 μέτρα μπροστά τους και τους θέρισαν. 
Ένας αξιωματικός με parampelum πιστόλι στο χέρι, έριχνε από κοντά στο κεφάλι του καθενός σκοτωμένου, ξεχωριστά.
Είμαστε τότε εννιά χρονών παιδιά και με τα όσα είδαν τα μάτια μας εκείνη τη μέρα, μας έκανε να μην δοκιμάσουμε ποτέ πια τα σκάμνα του Καλίβα. 
Αργότερα μάθαμε πως ήταν αρχές Ιούλη του 1944 και οι εκτελεσθέντες ήτανε ο παπάς της Παναγιάς της Ρόμβης Ιάκωβος Μαυροκέφαλος απ την Ιθάκη, ο Απ. Κούτσικος απ τα Σκλάβαινα και πέντε Μοναστηριώτες. Δ. Μάνθος, Α. Φίλιππος, Κ. Μαραγκός, Ν. Κοκουτσέλος, Ι. Λειχούδης.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια