ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ 50 ΚΑΙ ΤΟΥ 60 ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΥΝΑ. (Β΄Μέρος)

 

...Η παρουσία των ζώων ήταν μεγάλη. Κάθε σπίτι είχε τουλάχιστο το γαϊδούρι του, σίγουρα τις κότες και τα κοκκόρια του και, πολύ συχνά, το γουρούνι που έθρεφαν για τα Χριστούγεννα. Ζώα κυκλοφορούσαν και στους δρόμους, κουβαλώντας τον αναβάτη τους, ξύλα ή άλλα πράγματα, ή και όλα μαζί, ανάλογα με τη δουλειά. 
Οι φωνές των αναβατών προς τα ζώα αποτελούσαν βασικό στοιχείο της ακουστικής καθημερινότητας. 
Οι μυρωδιές, οι κουρίτες που έπιναν νερό, οι τροφές  τους, επίσης. Ζούσαμε μαζί με αυτά. Τα ζώα είχαν ονόματα - κι ας απομνημονεύσω εδώ το όνομα του δικού μας γαϊδουριού, του Κατσ’κανά, βοηθού και συντρόφου πολύτιμου της γιαγιάς μου, της θεια-Στέλιαινας της Τσακτάνως, αφού αυτόν χρησιμοποιούσε για τις δουλειές στα καπνά, αλλά και μ’ αυτόν έφερνε ξύλα απ’ το λόγγο.
Γυρνώντας στη ζωή μας ως παιδιών, πάντα το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο νου είναι η εικόνα που συχνά βλέπαμε πηγαίνοντας στο σχολείο το χειμώνα, τα παιδιά της γειτονιάς μου, όταν είχε πρωϊνή ομίχλη: μόλις περνάγαμε τα Παπακωσταντέϊκα, και βγαίναμε στη ραχούλα, από κάτω απλωνόταν ένα λευκό όραμα. Μιά απέραντη, μπαμπακένια θάλασσα από λευκό, κάλυπτε τα πάντα, αφήνοντας μόνο να ξεμυτίζουν οι κορυφές των βουνών και των λόφων στα δυτικά. 
Το πρωϊνό αγιάζι, το κρύο, κάτασπρο σεντόνι που κάλυπτε τον κόσμο, όλα μαζί καθήλωναν την παιδική ψυχή, κάνοντας μας να χαζεύομε μπροστά στο θέαμα επί ώρα.
Βέβαια, ήταν και η βροχή. Όπως σε όλη τη δυτική Ελλάδα, στην περιοχή μας έβρεχε πολύ συχνά. Ήταν απόλαυση να ακούς το μπουμπουνηταριό, τυλιγμένος μέσα στα μάλλινα απλάδια. Πολύ μου άρεσε να βλέπω με τις ώρες από το παράθυρο τις βαρκούλες που σχημάτιζαν οι στάλες της βροχής, καθώς έπεφταν στη θολή λίμνη, στην οποία μετασχηματιζόταν η αυλή μας. 
Από τη στέγη, φτιαγμένη με κεραμίδια και γύρω με λίθινες πλάκες, συχνά έπεφτε κάποια σταγόνα. Ακουγόταν ο ρυθμικός της ήχος, καθώς έπεφτε μέσα στη λεκάνη που βάζαμε για να «πιάσει τη σταλαματιά». Έπρεπε τότε ναρθεί κάποιος μάστορας, για να «συρει τη σκεπη». 

Τις κρύες νύχτες, στο τζάκι έσκαγαν τα κούτσουρα και, που και που, ακουγόταν το σφύριγμα από κάποιο κρυφό σκουλήκι, μέσα στα ξύλα. Τότε έλεγε η γιαγιά τα παραμύθια, με σοβαρό, μυστικό τόνο, παραμύθια που συχνά μας γέμιζαν φόβο, γύρω στα Χριστούγεννα για τα παράωρα - «παράωρα, παράωρα, παραωρίτες είμαστε!» - ή για τη Μάρω που χάθηκε μέσα στη νύχτα, ανταποκρινόμενη στο κάλεσμα της αρκούδας. 
Φτώχεια επικρατούσε παντού, τουλάχιστο για τους περισσότερους. Συχνά τα ρούχα ήταν αποφόρια. Στα παπούτσια, μόλις τα παίρναμε, βάζαμε από κάτω μικρά πέταλα, για να μη φθαρούν γρήγορα. Όταν σχίζονταν δεν τα πετούσαμε. Έπαιρναν το δρόμο για τον τσαγκάρη, που μπάλωνε πάνω στην τρύπα ένα κομματάκι δέρμα, το λεγόμενο «ψείδι»
Ηλεκτρισμό λίγα σπίτια είχαν. Τον έπαιρναν από τη λεγόμενη «ηλεκτρική», το εργοστάσιο παραγωγής ρεύματος που ήταν ψηλά στην ανηφόρα, μετά από τη στροφή του δρόμου, που οδηγούσε στην αγορά. Στο σπίτι μας βάλαμε ηλεκτρικό πολύ αργά, νομίζω αφού ήρθε η ΔΕΗ. Μέχρι τότε είχαμε τη λάμπα του πετρελαίου. Μ’ αυτή διάβαζα στο κρεβάτι τα βράδια. Χρησιμοποιούσαμε επίσης πολύ τα λυχνάρια, ιδίως όταν θέλαμε να βγούμε έξω από το σπίτι, σε βοηθητικούς χώρους στην αυλή κ.λπ.  
Το σχολείο, μόνο δημοτικό τότε, ήταν σίγουρα το κέντρο της ζωής των παιδιών, τους περισσότερους μήνες το χρόνο, σίγουρα το χειμώνα. Θυμάμαι πως απ’ τα παράθυρά του έβλεπα, την ώρα του μαθήματος, τον πανέμορφο, χιονισμένο Μπούμστο, την άσπρη του κορφή. Αν και το χωριό διέθετε πολλά παιδιά, δεν είχαμε πολλούς δασκάλους. 
Ο Παπαδημητρίου, από την Κωνωπίνα, ήταν ο διευθυντής, ενώ κοντά του ήταν ο Βαλάρης, ένας ηπειρώτης που άφησε εποχή με την αυστηρότητά του, ο Ράπος, επίσης από την Κωνωπίνα, και κάποιες ξένες, όπως η Κασσιανή που έμεινε λίγο κι έφυγε, η Κοψιδά, και η δασκάλα της δικής μου γενιάς, η Κατερίνα η Βουτσινά από την Πάτρα.
Ό Κώστας Παπαδημητρίου, λεπτός και ψηλός, ήταν ντυμένος πάντα μ’ ένα καφέ παλτό, κουμπωμένο μέχρι επάνω. Στην περίπτωση του Βαλάρη η φτώχεια ήταν εμφανής, αφού φορούσε πάντα το ίδιο κουστούμι, ένα μπλέ με ρίγες, με πλατιά παντελόνια, όπως ήταν η μόδα της εποχής. Χρόνια φορούσε απαράλλαχτα αυτό το κουστούμι.
Ο Παπαδημητρίου ήταν το τέλειο δείγμα του όχι και τόσο σπάνιου εκείνη την εποχή, δασκάλου που είχε έντονη τη συνείδηση του καθήκοντος, που ζούσε αφοσιωμένος στη δουλειά του με αυτοθυσία, που αγαπούσε πραγματικά τα παιδιά. Ήταν ένας άνθρωπος ασκητικός, ολιγαρκής, εργατικός, αλλά και πολύ τρυφερός. Πάντα θάλεγε κάποιο αστείο στη διάρκεια του μαθήματος, θα πήγαινε κάνοντας κουτσό προς τον πίνακα, κ.λπ.
Ποτέ, αντίθετα από τον Βαλάρη, που ήταν διάσημος για τις βέργες και τους χάρακες που χρησιμοποιούσε (δυστυχώς, μάλιστα, έναν του τον είχε φτιάξει ο πατέρας μου) δεν χρησιμοποιούσε τέτοια μέσα για το, κατά τα άλλα αναπόφευκτο εκείνη την εποχή, ξύλο. 
Προτιμούσε τιμωρίες όπως το τράβηγμα του αυτιού. Φαίνεται ότι όσα έκανε δεν τα υποκινούσε μόνο η φυσική του αγάπη για το αντικείμενο της δουλειάς του, αλλά και κάποιο θεωρητικό υπόβαθρο. Το λέω αυτό, επειδή - μετά από τόσα χρόνια, τώρα το θυμήθηκα - κάποτε μου είχε δώσει ένα βιβλίο που είχε μέσα το πορτραίτο του Ελβετού παιδαγωγού Πεσταλότσι, να το ζωγραφίσω σε ένα μεγαλύτερο χαρτί. Θυμάμαι το ένα μάτι που, όσο κι αν προσπάθησα, δεν μπόρεσα να το κάνω να φαίνεται σωστό, κι απ’ τις πολλές διορθώσεις φαινόταν πιο μαύρο και εντονότερο από το άλλο. Παρ’ όλα αυτά ο Παπαδημητρίου το καδράρισε και το κρέμασε κάπου σε έναν τοίχο. 
Η χαρά του ήταν να στολίζει και να εξοπλίζει το σχολείο. Επί εποχής του, μόλις περνούσες την πόρτα, στο μακρύ διάδρομο που οδηγούσε στο γραφείο του, στο βάθος, ήταν τοποθετημένα στη σειρά πολλά βαλσαμωμένα ζώα, ενώ πάνω στα έπιπλα υπήρχαν βαλσαμωμένα πουλιά
Ο λύκος ήταν μπροστά-μπροστά, πάνω σε μια μακρουλή, σανιδένια βάση. Τον θυμάμαι ακόμα, με το κεφάλι τεντωμένο προς τα μπρος, έτοιμος να ορμήσει. Δεν έλειπε η αλεπού, ο ασβός, κι απ’ τα πουλιά, το λελέκι, η κουκουβάγια, ο μπούφος. Ήξερε την τέχνη και τα βαλσάμωνε ό ίδιος. Θυμάμαι τις μπίλιες που έβαζε στη θέση των ματιών, κάνοντας τα νεκρά ζώα να μοιάζουν ζωντανά.
Στους τοίχους του ίδιου διαδρόμου, αλλά και παντού στο σχολείο υπήρχαν ταινίες με μεγάλα, ωραία γράμματα, χρώματος λουλακί, που τα έγραφε ο ίδιος: «Φείδου χρόνου», είναι το μόνο από τα πολλά συνθήματα αυτών των ταινιών, που μου έχει μείνει, ίσως από την εντύπωση που είχα για πολλά
χρόνια, ότι το ρήμα είχε κάποια σχέση με τα γνωστά ερπετά. Ανάμεσα από τις ταινίες σε κάποια σημεία, υπήρχαν αφίσσες που έστελνε κάποια υπηρεσία, ίσως ο στρατός, που είχαν σκοπό να προστατεύσουν τα παιδιά από τις άσκαστες χειροβομβίδες, που υπήρχαν ακόμη, υπόλοιπα της κατοχής και του πρόσφατου εμφύλιου σε όλη την Ελλάδα. Τέτοια όπλα, καθώς και άλλα, όπως πιστόλια, ακόμα και αυτόματα, μπορούσε τότε κανείς να βρει σκουριασμένα σε απρόσμενα σημεία στο χωριό, όπως μισοθαμμένα στο χώμα, όπου είχαν πέσει ή εγκαταλειφθεί από τον κάτοχό τους, ποιος ξέρει κάτω από ποιές συνθήκες. Είχα βρει κι ο ίδιος αρκετά τέτοια. 
Οι αφίσσες αυτές έδειχναν, σε διαδοχικές σκηνές, παιδιά να περιεργάζονται και να πειράζουν με ξύλα μια χειροβομβίδα. Μετά, η χειροβομβίδα έσκαγε κι έβλεπες, πολύ νατουραλιστικά είναι η αλήθεια, κομμένα χέρια και πόδια να τινάζονται στον αέρα. Ακόμη θυμάμαι την έκφραση του βλέμματος αυτών των παιδιών. Ένα τέτοιο συμβάν επρόκειτο να το ζήσομε στ’ αλήθεια αργότερα, όταν τα παιδιά Γιώργος ΖέλοςΒασίλης Σαμαράς και τα αδέλφια Θανάσης και Βασίλης Καρύδας σκοτώθηκαν από μια τέτοια χειροβομβίδα.
Μέσα, οι τάξεις ήταν γεμάτες με εποπτικό υλικό, που κρεμόταν από τους τοίχους. Εντυπωσιακοί ήταν δύο μεγάλοι, χάρτινοι πίνακες, που έδειχνε ο ένας τον ανθρώπινο σκελετό και ο άλλος το μυϊκό σύστημα. Τα γνωστά πορτραίτα των ηρώων του 21 υπήρχαν επίσης παντού. 
Ένα πολύ ωραίο στοιχείο των αιθουσών ήταν η αμμοδόχος. Ένα πλατύ, τετράγωνο, χαμηλό, ξύλινο κουτί, που στεκόταν στο κέντρο της αίθουσας, μπροστά από τα θρανία, γεμάτο με άμμο, με την οποία σχημάτιζε ο δάσκαλος ή η δασκάλα βουνά, ποτάμια, λίμνες, θάλασσες –όλα τα στοιχεία του φυσικού τοπίου. Αφού τα σχημάτιζε, μετά έριχνε επάνω χρώματα σε σκόνη, καφέ στα βουνά, πράσινο παντού, λουλακί όπου υπήρχε νερό. Μικρές, χάρτινες ταμπελίτσες, πάνω σε ξυλάκια που μπήγονταν δίπλα σε καθένα από αυτά, δήλωναν τι είναι.
Πρωτογράψαμε, όπως όλα τα παιδιά της γενιάς μας, με κοντύλι πάνω σε πλάκες από γραφίτη, που ήταν ντυμένες γύρω με ξύλινο πλαίσιο. Δε θυμάμαι σε ποια τάξη έπρεπε να πάμε, για να επιτραπεί να γράφομε πια με πένα και μελάνι, με κοντυλοφόρο. Δεν υπήρχαν, βέβαια, ακόμα στυλοί. Όταν πρωτοπιάσαμε τετράδια στα χέρια μας, έπρεπε να τα «πετσώσομε» με μπλέ χαρτί. Μπροστά κολλούσαμε την ετικέττα με το όνομά μας. Αυτά τα τετράδια, βγαλμένα από εκδοτικούς οίκους που δεν υπάρχουν πια, όπως ο Φέξης ή ο Πεχλιβανίδης, στο πίσω μέρος είχαν πάντα τυπωμένη την προπαίδεια. 
Κάθε καινούργια χρονιά, προμηθευόμασταν καινούργια τετράδια, βιβλία, καμιά φορά και σάκκα. Η μυρωδιά της καινούργιας, δερμάτινης βέβαια τότε, σάκκας, καθώς και των καινούργιων βιβλίων, ήταν απολαυστική. 
Είχαμε τα πανέμορφα  αναγνωστικά, εικονογραφημένα από εξαιρετικούς ζωγράφους, όπως το γνωστό του Γραμματόπουλου, της πρώτης δημοτικού, με τη Λόλα, την Άννα, το Μίμη, κ.λπ. Επειδή τα παιδιά αντιστοιχούσαν ακριβώς στα παιδιά της οικογένειάς μου, τη μικρή μου αδελφή, από Θοδώρα την είπαμε Λόλα – κι έτσι της έμεινε. Μ’ όλο που αργότερα τα κατηγόρησαν, νομίζω ότι αυτά τα βιβλία αντανακλούσαν καλά πολλά από τα στοιχεία της ζωής εκείνης της εποχής. Σίγουρα η αθωότητα που κυριαρχούσε σ’ αυτά δεν αντιστοιχούσε και πολύ στις διάφορες, πολιτικές κ.λπ., πτυχές της ζωής της χώρας. 
Αντιστοιχούσε όμως πολύ στα στοιχεία που αποτελούσαν τότε τη ζωή, όπως τη ζούσε ένα παιδί. 
Εκτός από την περιποίηση και το στολισμό του σχολείου, η μεγάλη χαρά του Παπαδημητρίου ήταν να οργανώνει τις εθνικές γιορτές και τις γυμναστικές επιδείξεις. 
Ιδίως η 25η Μαρτίου ήταν γεγονός για το σχολείο, αλλά και για όλο το χωριό. Έστελνε τα πιο ψημένα παιδιά, που ήξερε ότι μπορούσαν να κάνουν αυτή τη δουλειά, στο ρέμα, κάτω από τον λόφο του προφήτη Ηλία, όπου φύτρωναν άφθονες δάφνες. 
Μ’ αυτές στόλιζε γύρω-γύρω την εξώπορτα του σχολείου, κι όποιο άλλο σημείο μπορούσε. Η δυνατή μυρωδιά της δάφνης γέμιζε τον αέρα. Το πατριωτικό αίσθημα ήταν σχεδόν ψηλαφητό. Από καιρό κάθε παιδί έπαιρνε το ποίημα που θα απήγγελε στο θέατρο, που ήταν στον κάτω όροφο, ή το σκετσάκι που θα έπαιζε. Ίσως η μεγαλύτερη απόλαυση για μας ήταν το να ντυθούμε τις εθνικές στολές, για την παρέλαση. 
Όσα παιδιά δεν είχαν δικές τους, από τις οικογένειές τους, πήγαιναν και ζητούσαν όπου ήξεραν ότι έχουν. Κρυμμένα μέσα στα σεντούκια, αλλού υπήρχε πισιλί, αλλού φουστανέλλα, αλλού σκούφια, αλλού σεγκούνι. Ιδίως οι κοπέλλες, φάνταζαν στα μάτια μας πολύ όμορφες μέσα σ’ αυτές τις στολές, με αποτέλεσμα να προκαλούνται τα σχετικά καρδιοχτύπια.
Οι γυμναστικές επιδείξεις γίνονταν στο τέλος της σχολικής χρονιάς. Ο Παπαδημητρίου ἐφτιαχνε μόνος του τις γραμμές που χρειάζονταν, στην αυλή, και μετά τις τόνιζε με ασβέστη, που τον έχυνε υγρό, κατά μήκος τους, μέσα από ένα ποτιστήρι. 
Μεγάλη δημοτικότητα είχε το τρέξιμο μέσα σε σάκαινες, δηλαδή σε τσουβάλια, που, βέβαια, δεν ήταν παρά εμποδισμένα χοροπηδήματα. Τα περισσότερα παιδιά μπερδεύονταν κι έπεφταν, κάποια όμως τα κατάφερναν κι έφταναν στο τέρμα. Στο τέρμα δύσκολο να φτάσεις ήταν και στο τρέξιμο με ένα κουτάλι στο στόμα, που περιείχε ένα αυγό. Δε θυμάμαι, αν ήταν ωμό η βρασμένο, έπρεπε πάντως να τρέξεις και να φτάσεις χωρίς να σου πέσει. 
Τέτοιες ασκήσεις αποσπούσαν πολύ γέλιο από τους χωριανούς. Αυτές οι επιδείξεις, όπως και οι γιορτές, ήταν βέβαια από τις λίγες ευκαιρίες που είχαν τότε να διασκεδάσουν. 
Ήμασταν συμμαθητές με τον Γιώργο Προξενιά, τον Κώστα τον Κασούρα, τον Θωμά τον Βάσση, τον Κώστα τον Σαμαντά, τον Κώστα Τζούρο. Είχαμε δασκάλα την Κατερίνα τη Βουτσινά, μια καλή κι ευαίσθητη κοπέλλα, που τελικά δεν κατάφερε κι αυτή να φτιάξει δική της οικογένεια. Έμενε στα Τσιτσωνέϊκα
Η πόρτα της συμπεριλαμβανόταν σ’ εκείνες πού πήγαινα κι έλεγα το Λάζαρο. Ο Λάζαρος ήταν ένα κοντάρι με κλαδιά στο πάνω μέρος, που τα δέναμε στην κορυφή. Από πίσω τα καλύπταμε με ένα μαντήλι, ενώ στην μπροστινή πλευρά, ανάμεσα στα κλαδιά, βάζαμε καθρεφτάκια, κουδουνάκια, κι άλλα στολίδια. Έμοιαζε κάπως με ανθρώπινο πρόσωπο, που φορούσε μαντήλι. Μπροστά στην πόρτα της νοικοκυράς που άνοιγε για να της «πούμε το Λάζαρο», στερεώναμε το κοντάρι αυτό στο χώμα και σείαμε την κορυφή, έτσι που τα στολίδια έβγαζαν ένα χαρούμενο ήχο. Ο Κατερίνα γελούσε πολύ με τον τρόπο που έλεγα εγώ τον Λάζαρο, με ψευδή φωνή: «Λάδαροθ και Λαδαρίνα, κλαίει η Μάρθα κι η Μαρίνα!»
 Απ’ τις κοπέλες, θυμάμαι τη Ναυσικά του Σκουληκαρίτη, τη Μαρία του Βλάχα, την Καίτη την Μπακογιώργου
Σίγουρα δεν μπορώ να ξεχάσω και τον πρώτο μου έρωτα, μια κοπέλλα «ξένη», όπως το λέγαμε, που είχε έρθει δηλαδή από κάποιο άλλο μέρος, και είχε καθίσει μόνο ένα χρόνο στο χωριό μας. Ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά. 
Αργότερα, όταν είδα την ταινία του Αβδελιώδη «το δέντρο που πληγώναμε», το κεραυνοβόλημα που παθαίνει ο μικρός εκεί βλέποντας το κορίτσι που ήρθε απ’ την Αθήνα, μου θύμισε πολύ αυτή την κατάσταση. Η σκηνή που έχει μείνει χαραγμένη στο μυαλό μου, έγινε στο μάθημα του Βαλάρη. 
Από την αριστερή πτέρυγα των θρανίων όπου αυτή καθόταν, μπορούσα να τη δω εγώ, που καθόμουν στα πίσω θρανία. Κοιτάζαμε ο ένας τον άλλο με τα βλέμματα κλειδωμένα, σε ένα ατέλειωτο, άχρονο διάστημα, εκστασιασμένοι, φευγάτοι, μαγνητισμένοι, συνεπαρμένοι ο ένας απ’ το πρόσωπο του άλλου, ανίκανοι να βγούμε από τον μαγικό κύκλο, με σοβαρότητα. Κάποια στιγμή εκείνη κάτι έγραψε σε ένα χαρτάκι και κάπου το έδωσε, δίπλα της, ίσως με σκοπό να το περάσει μέχρι εμένα. 

Τι έγραφε; 
Δεν θα το μάθω ποτέ. 
Το είδε ο Βαλάρης και το πήρε, και αφού το διάβασε είπε: «Τι πράγματα είναι αυτά!» 



Του  Στέλιου Λ. Παπαλεξανδρόπουλου Καθηγητής Πανεπιστημίου

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΚΟΥΤΙΒΗΣ 

 

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια