«Το θέαμα που αντίκρυσα μόλις έφθασα εις την Λευκάδα από τας Πάτρας με το πολεμικόν «Κεφαλληνία» είναι πραγματικά τραγικόν. Ολόκληρος σχεδόν η πόλις έκειτο εις ερείπια. Τα περισσότερα σπίτια έχουν καταρρεύσει άλλα έχουν υποστή μεγάλας καταστροφάς τα δε υπόλοιπα είναι ετοιμόρροπα.
Από την προκυμαία προχωρούσα προς το κέντρον της πόλεως. Από πολλά σημεία των δρόμων ήτο αδύνατος η διάβασις λόγω των σπιτιών που κατέρρευσαν.
Δεξιά και αριστερά από σπίτια με δυό και τρεις ορόφους τίποτε δεν έχει απομείνει όρθιον. Εδώ κι΄ εκεί βλέπει κανείς μόνον ορθίας ολίγες κολώνες, αι οποίαι μαρτυρούν, ότι προ του καταστρεπτικού σεισμού υπεβάσταζον ολόκληρα οικοδομήματα.
Προχωρώ προς το κέντρον της πόλεως, όπου αι καταστρφαί είναι πολύ μεγαλείτεραι. Εις την κεντρικήν πλατείαν μιά μεγάλη σκηνή στεγάζει τας υπηρεσίας της Διοικήσεως Χωροφυλακής Λευκάδος. Ο διοικητής ταγματάρχης κ. Παπαδόπουλος μου είπε:
– Ως εκ θαύματος εσώθησαν οι άνδρες μου. Όταν ήρχισεν ο σεισμός -διότι και ήργησε να τελειώση, διήρκεσε δύο περίπου λεπτά- μία πλευρά του κτιρίου της Διοικήσεως κατέπεσεν. Ευτυχώς πλησίον της καταπεσούσης πλευράς δεν υπήρχον χωροφύλακες, οπότε θα εθρηνούσαμε και θύματα μεταξύ των ανδρών της Χωροφυλακής.
ΟΙ ΤΡΑΥΜΑΤΙΑΙ
Προχωρώ προς το Δημοτικόν Νοσοκομείον, όπου ενόμιζα ότι νοσηλεύονται οι τραυματίαι τα θύματα του καταστροφικού σεισμού. Με μεγάλας προφυλάξεις εβάδιζα εις τους στενούς δρομίσκους της πόλεως, οι οποίοι κυριολεκτικώς έχουν φραχθή από τα ερείπια. Υπήρχε φόβος να πέσω και εγώ θύμα διότι συνεχώς από τας κατερειπωμένας οικίας έπιπτον ό,τι είχεν απομείνει όρθιον.
Το Δημοτικόν Νοσοκομείον σχεδόν δεν χρησιμοποιείται, διότι πλην τριών διαμερισμάτων, το άλλο έχει υποστή μεγάλας καταστροφάς. Μόνο δύο έως τρεις τραυματίαι νοσηλεύονται εντός αυτού. Όλοι οι άλλοι διεκομίσθησαν εντός σκηνών εις το απέναντι του νοσοκομείου πάρκον.
Εγύρισα σχεδόν ολόκληρον την πόλιν της Λευκάδος. Παντού ερείπια. Ολίγα σπίτια στέκονται όρθια, αλλά και αυτά με μεγάλας καταστροφάς. Τα περισσότερα από αυτά είναι ετοιμόρροπα. Μπορεί κανείς να είπη ότι η πόλις της Λευκάδος υπέστη ολοσχερή καταστροφήν διότι όσα σπίτια έχουν μείνει όρθια τα περισσότερα από αυτά είναι ετοιμόρροπα, ελάχιστα δε είναι εκείνα τα οποία έχουν υποστή μικράς ζημίας. Όπως σας ετηλεγράφησα, από τα 2.000 σπίτια της Λευκάδος τα 1.200 έχουν καταπέσει τα δε άλλα, τα μεν είναι ετοιμόρροπα τα δε έχουν υποστή τοιαύτας ζημίας που δεν είναι δυνατόν να κατοικηθούν.
ΑΙ ΤΡΑΓΙΚΑΙ ΣΤΙΓΜΑΙ
Γυναίκες, ακόμη και άνδρες, παρακολουθούν με δάκρυα στα μάτια τα εργατικά συνεργεία που ασχολούνται με την καταδάφισιν των ετοιμόρροπων οικιών, διότι υπάρχει κίνδυνος να συμβούν δυστυχήματα.
Ενώ παρακολουθούσα ένα από τα συνεργεία αυτά, μ΄ επλησίασε μία γυναίκα του λαού, η Λούλα Αλιβιζάτου, με δεμένα και τα δυό της πόδια με επιδέσμους και μου είπε:
– Τι συμφορά επάθαμε, παιδί μου! Ήτο τόσο δυνατός ο σεισμός, που ενομίσαμε ότι άνοιξε η γη για να μας καταπιή. Να, βλέπεις εκείνο το σπίτι – και μου έδειξε ένα ετοιμόρροπο σπίτι που κατεδάφιζαν τα συνεργεία. Ήταν το σπίτι μου, διότι τώρα δεν υπάρχει. Την ώρα του σεισμού εφεύγαμε. Η κόρη μου κρατούσε στην αγκαλιά το παιδί της και το εθήλαζε. Σε μια στιγμή είδαμε ν΄ ανοίγη η σκεπή και να πέφτουν οι τοίχοι. Είδα την κόρη μου καταπλακωμένη από πέτρες και κεραμίδια, ενώ εγώ είχα χτυπήσει και στα δυό πόδια. Προσπάθησα να την βγάλω μέσα από τα ερείπια, αλλά δεν είχα δυνάμεις. Άκουα το μωρό της να κλαίη. Αυτό μου έδωσε δύναμη και ξανάρχισα, και με τη βοήθεια της Παναγίας, κατώρθωσα να παραμερίσω τα κεραμίδια και τις πέτρες που είχαν σκεπάσει την κόρη μου. Το μωρό της δεν είχε πάθει τίποτα, αλλά η μητέρα του είχε τραυματισθή σοβαρά στο στήθος και στο κεφάλι.
Όπου κι΄ αν σταθώ γυρίζοντας στα ερείπια της κατεστραμμένης Λευκάδος μου αφηγούνται άλλοι μεν πως εσώθησαν, άλλοι δε πως ετραυματίσθησαν, αυτοί οι ίδιοι, τα παιδιά τους, οι γυναίκες τους και άλλα προσφιλή των πρόσωπα.
Συνήντησα έξω από μιά πρόχειρη σκηνή τον εφημέριο της εκκλησίας του Αγίου Αντωνίου, η οποία ολοσχερώς κατέρρευσε. Κρατούσε στα γόνατά του ένα εγγονάκι του.
– Ό,τι κι΄ αν σας πω, μου είπε, δεν θα μπορέσω να σας περιγράψω τις τραγικές εκείνες στιγμές που περάσαμε, όταν μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα είδαμε να κρημνίζωνται τα σπίτια μας. Ο σεισμός εκείνος δεν ήτο από τους συνηθισμένους. Δεν προηγήθη βοή αλλά, χωρίς να αντιληφθούμε τι συνέβαινε είδαμε να χορεύουν κυριολεκτικώς τα τραπέζια και τα άλλα έπιπλα των σπιτιών και να πέφτουν οι τοίχοι. Αλλά ο Θεός μας εφύλαξε, διότι, εν συγκρίσει με τη μεγάλη καταστροφή που υπέστη η πόλις τα θύματα ήσαν ολίγα.
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΙΘΜΟΣ ΤΩΝ ΘΥΜΑΤΩΝ
Ο αγαθός Λευΐτης δεν είχεν άδικο. Διότι, εάν λάβωμεν υπ΄ όψιν την ολοσχερή καταστροφήν της Λευκάδος, τα θύματα έπρεπε να ήσαν πολυάριθμα, πράγμα το οποίον όμως δεν συνέβη. Το γεγονός αυτό είναι άξιον παρατηρήσεως. Άλλοι το αποδίδουν εις θαύμα, ενώ άλλοι, οι περισσότεροι, λέγουν ότι η πόλις δεν είχε θύματα πολλά, διότι κατά την ώραν που έγινεν ο σεισμός οι κάτοικοι της πόλεως ευρίσκοντο εντός των σπιτιών των, τα δε ερείπια αυτών έπεσαν εις τους δρόμους (σ.σ. απόρροια μάλλον του γνωστού ποντελαρίσματος των σπιτιών), όπου δεν κυκλοφορούσε την ώραν εκείνην κόσμος. Εάν δε συνέβαινε το αντίθετον, η πόλις θα θρηνούσε πολυάριθμα θύματα.
Το δράμα που περνά τώρα ο πληθυσμός είναι μεγαλείτερο από εκείνο που επέρασε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα κατά την διάρκειαν του σεισμού. Επτά χιλιάδες κόσμος -τόσους κατοίκους έχει η Λευκάς- μένει κάτω από πρόχειρες σκηνές, από κουβέρτες και σινδόνια, διότι αι αποσταλείσαι υπό του Ερυθρού Σταυρού σκηναί είναι ανεπαρκείς. Ολόκληραι οικογένειαι ευρίσκονται φίρδην μίγδην κάτω από την πρόχειρον αυτήν στέγασιν. Είδα μιά μικρή σκηνή -ο Θεός να την κάνη σκηνή- κάτω από την οποίαν ευρίσκοντο 15 εν όλω άτομα!…
Το δράμα αυτών των κατοίκων το έζησα και ο ίδιος δυό ολόκληρα ημερόνυχτα, φιλοξενηθείς εις ένα από τα τσαντήρια αυτά. Για στρώμα είχα δυό τάβλες, για προσκέφαλο τον χαρτοφύλακά μου και για σκέπασμα ένα στρατιωτικόν μανδύα.
Και εφόσον είναι ακόμη καλοκαίρι, ο κόσμος αυτός θα περάση όπως όπως. Αλλ΄ ερωτάται. Τι θα γίνη όταν αρχίσουν αι βροχαί και μάλιστα εις την Λευκάδα, όπου αρχίζουν εις τας αρχάς Αυγούστου;».
Πηγή: Ταχυδρόμος Αλεξάνδρειας, Φύλλο της 7ης Ιουλίου 1948. Άρθρο του Ελευθερίου Παναγιωτοπούλου.
Σημειώνεται ότι η εν λόγω εφημερίδα είχε ασχοληθεί από την επομένη ακόμη του συμβάντος (1 Ιουλίου 1948) με τον μεγάλο σεισμό της Λευκάδας, κυρίως μέσα από τηλεγραφήματα και ραδιοτηλεγραφήματα των αρχών και αναδημοσιεύσεις από τον αθηναϊκό τύπο. Στις 11 Ιουλίου 1948 γράφει:
«Πολλοί από τους κατοίκους πιστεύουν, πως ο νέος σεισμός που πρόκειται οπωσδήποτε να ακολουθήση, θα έχη ως συνέπειαν να καλυφθή η νήσος από την θάλασσαν! Την έμμονη αυτήν ιδέα των κατοίκων αντιμετωπίζουν με μεγαλύτερη δυσκολία αι αρχαί, ίσως μάλιστα και περισσότερο από όσο θα αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της πείνας, της στεγάσεως, της υδρεύσεως και του φωτισμού. Τα βασικά αυτά προβλήματα ορθώνονται απειλητικά. Η αποστολή των μεγάλων στρατιωτικών αντισκήνων και της ξυλείας δια την κατασκευήν παραπηγμάτων, θα εξυπηρετήση μεν περί τους 1.500 κατοίκους, αλλά το πρόβλημα της στεγάσεως θα παραμείνη άλυτον δια την Λευκάδα. Και αλλοίμονον εάν ο φιλήσυχος και παραγωγικός Λευκάδιος αποφασίση να εγκαταλείψη εντελώς την πόλιν.
Το φάσμα της πείνας εξ άλλου, φαίνεται πως θα εμφανιστή με την πρώτην δυσκολίαν των συγκοινωνιών. Ήδη, ο Νομάρχης διέταξε και διενεμήθησαν τρόφιμα, αλεύρι και όσπρια. Γεννάται όμως το ερώτημα πως θα ζυμώσουν οι πρόσφυγες και που θα ψήσουν το ψωμί των, αφού από τους εφτά φούρνους της πόλεως οι τρεις μόνον θα καταστή δυνατόν, επισκευαζόμενοι να λειτουργήσουν.
Η ύδρευσις, άλλο ζωτικόν πρόβλημα, ανακύπτει εκ του γεγονότος, ότι μετά τον σεισμόν, πολλοί σωλήνες των κρουνών της πόλεως διερράγησαν και δεν αποκλείεται κίνδυνος μολύνσεως του νερού από τους αποχετευτικούς αγωγούς.
Όσον αφορά των φωτισμόν, το μέγεθος της καταστροφής του εργοστασίου παραγωγής ηλεκτρισμού, ελαχίστας παρέχει ελπίδας συντόμου επισκευής και λειτουργίας…».
Κλείνοντας να αναφέρουμε ότι το 1948 έγιναν δύο μεγάλοι σεισμοί στη Λευκάδα: ο πρώτος στις 22 Απρίλη του 1948 και ο δεύτερος και πιο καταστροφικός λίγους μήνες αργότερα, στις 30 Ιούνη του ίδιου έτους.
Ο Άγγελος Γαλανόπουλος στο βιβλίο του «Σεισμική Γεωγραφία της Ελλάδος» (Αθήναι, 1955) αποσπάσματα του οποίου παραθέτει ο Π. Γ. Ροντογιάννης στο δικό του πόνημα «Ιστορία της Νήσου Λευκάδος» (Τόμος Β΄, Σελ. 669-671, Αθήνα, 1982), γράφει για τους σεισμούς του 1948:
«Εις την πρωτεύουσαν παρετηρήθησαν ασήμαντοι ζημίαι επί των κτιρίων» -για το σεισμό στις 22 Απρίλη 1948-, ενώ για το σεισμό στις 30 Ιούνη αναφέρει ότι «Εις την πρωτεύουσαν κατεστράφησαν τελείως ή κατέστησαν ακατοίκητοι περί τας 280 οικίαι· 880 περίπου υπέστησαν κατά το μάλλον ή ήττον σοβαράς ζημίας και 150 ελαφράς ρωγμάς» και συνεχίζει: «Απόσπασις και ολίσθησις των τεχνητών παρακτίων προσχώσεων εις την παραλίαν της Λευκάδος ήγαγον εις την διάρρηξιν του επιστρώματος της προκυμαίας ούτως εσχηματίσθη ρήγμα μήκους περίπου 150 μ. και εύρους 12 εκ., με ύψος άλματος 17 εκ.».
Αυτό φαίνεται καθαρά και στο παρακάτω βίντεο-ντοκουμέντο του British Pathé, που πρώτη η σελίδα μας, τα «Λευκαδίτικα Νέα», είxε κάνει παλιότερα ευρύτερα γνωστό.
Σύμφωνα επίσης με τον Γαλανόπουλο κατά τον σεισμό του Ιούνη: «Μεγάλη κατάρρευσις βράχου από το όρος Σκάρος κατέκοψε παρά την Νικιάναν 18 ελαιόδενδρα».
«1948, Ιουνίου 30 |
Λίαν καταστρεπτικός σεισμός, μεγέθους 6 1/4 εις το βορειοδυτικόν τμήμα της Λευκάδος, με επίκεντρον 38ο.9 Ν, 20. 4 Ε. Εις την πρωτεύουσαν κατεστράφησαν τελείως ή κατέστησαν ακατοίκητοι περί τας 280 οικίαι· 880 περίπου υπέστησαν κατά το μάλλον ή ήττον σοβαράς ζημίας και 150 ελαφράς ρωγμάς. Εν συνόλω, υπό αμφοτέρων των σεισμών, κατεστράφησαν τελείως ή κατέστησαν ακατοίκητοι 1453 οικίαι· 2867 εβλάβησαν κατά το μάλλον ή ήττον σοβαρώς και 818 ελαφρώς. Επομένως, υπό του τελευταίου σεισμού κατεστράφησαν 1209 οικίαι και 1869 υπέστησαν σημαντικάς κατά το μάλλον ή ήττον ζημίας.
Τα αποτελέσματα όμως αυτά δεν αντιστοιχούν εις το πραγματικόν έργον του δευτέρου σεισμού, καθόσον ταύτα ηυνοήθησαν πολύ από τα αποτελέσματα του πρώτου σεισμού. Κατά τον δεύτερον σεισμόν αι μεγαλύτεραι καταστροφαί παρετηρήθησαν εις τα χωρία Τσουκαλάδες, Άγιος Νικήτας, Δρυμώνας, Καλαμίτσι και Εξάνθεια. Εσημειώθησαν 7 νεκροί και 100 τραυματίαι. Ως συνήθως παρέμειναν σχεδόν τελείως ανέπαφα το χωρίον Φρύνι και η Μονή της Φανερωμένης. Κατά το μάλλον ή ήττον σοβαραί βλάβαι επί των κτιρίων εσημειώθησαν εις όλους τους άλλους οικισμούς της νήσου και επί της απέναντης χέρσου, μέχρι Βονίτσης και Πρεβέζης.
Εις την τελευταίαν όμως πόλιν είχεν ελαττωθή η αντοχή των κτιρίων από 138 βομβαρδισμούς· εντεύθεν τα αποτελέσματα του σεισμού ήσαν ενταύθα μεγαλείτερα από όσα απήτει η τοπική έντασις τούτου. Τούτο καταφαίνεται πλήρως από την σεισμικήν εικόνα που ενεφάνισεν ο εγγύτατα Πρεβέζης συνοικισμός του Παντοκράτορος. Αι ζημίαι εις τον τελευταίον τούτον μόλις υπερέβαινον τον 6 βαθμόν της κλίμακος Mercalli. Αντιθέτως εις την Πρέβεζαν, υπό τας αυτάς γεωτεκτονικάς συνθήκας, τα 12% του συνόλου των οικιών υπέστησαν κατά το μάλλον ή ήττον σοβαράς ζημίας.
Απόσπασις και ολίσθησις των τεχνητών παρακτίων προσχώσεων εις την παραλίαν της Λευκάδος ήγαγον εις την διάρρηξιν του επιστρώματος της προκυμαίας ούτως εσχηματίσθη ρήγμα μήκους περίπου 150 μ. και εύρους 12 εκ., με ύψος άλματος 17 εκ. Κατολισθήσεις γαιών εσημειώθησαν εις πολλάς θέσεις, ιδίως εις την δυτικήν κλιτύν του όρους Πευκούλια, εις το αυτό μέτρον και επί της ιδίας εκτάσεως, όπως εις τον σεισμόν της 27 Νοεμβρίου 1914, 3 χιλμ. μακράν του χωρίου Άγιος Νικήτας παρετηρήθη επί της αμμώδους ακτής εδαφική βάθυνσις, βάθους άνω του 1 μ. και διαμέτρου περίπου 3 μ. Μεγάλαι καταρρεύσεις βράχων, όπως εις όλους τους σοβαρούς σεισμούς της Λευκάδος, κατέστησαν αδιάβατον εις πολλάς θέσεις τον περιφερικόν δρόμον της νήσου. Μεγάλη κατάρρευσις βράχου από το όρος Σκάρος κατέκοψε παρά την Νικιάναν 18 ελαιόδενδρα. Μεγίστη μακροσεισμική περιοχή 170.000 km². Αραιοί, μικροί μετασεισμοί. (Άγγ. Γ α λ α ν ό π.).
Για τους κατά καιρούς σεισμούς στη Λευκάδα έχουμε αναφερθεί σε πολλές αναρτήσεις με την πρώτη να γίνεται το 2008: «Αι δεκατρείς μνημονευόμεναι καταστροφαί της Λευκάδος από του 1612 μέχρι του 1869», που είχαμε αναδημοσιεύσει την εποχή εκείνη από την «Εφημερίδα των Φιλομαθών», αρ. 726, έτος ΙΗ’, σελ. 1985 (Αθήνα 24 Ιανουαρίου 1870), σχετικό άρθρο του Λευκάδιου λογίου Ιωάννη Ν. Σταματέλου (1822-1881).
0 Σχόλια